-
1 оппортунизм
филос. о καιροσκοπισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оппортунизм
-
2 оппортунйст
оппортун||йстм ὁ ὀππορτουνι-στής, ὁ καιροσκόπος. -
3 приспособленец
приспособленецм презр. ὁ καιροσκόπος, ὁ χαμαιλέων, ἄνθρωπος πού προσαρμόζεται ὑποκριτικά σέ κάθε κατάσταση. -
4 приспособленец
[πρισπασαμπλιένιτς] ουσ. α. καιροσκόπος, άνθρωπος που προσαρμόζεται υποκριτικά σε κάθε κατάσταση -
5 приспособленец
[πρισπασαμπλιένιτς] ουσ α καιροσκόπος, άνθρωπος που προσαρμόζεται υποκριτικά σε κάθε κατάσταση -
6 ветер
-тра (-тру), προθτ. о -е, на -у, πλθ. -ы, -ов, к. -ов α.άνεμος, αέρας•попутный ветер ούριος άνεμος•
ветер поднялся σηκώθηκε αέρας•
ветер улегся ο άνεμος κάλμαρε•
порывистый ветер ορμητικός (σφοδρός) άνεμος.
εκφρ.ветер в голове – αέρα έχει στο κεφάλι (είναι ελαφρόμυαλος)•ветер занес ή -ом занесло – ο αέρας τον έφερε (άγνωστον ποιος)•ветер свистит в карманах – οι τσέπες μου είναι πανί με πανί (άφραγκος, απένταρος)•бросать (ή кидать, швырять) деньги на ветер – σπαταλώ τα χρήματα•бросать слова на ветер ; говорить, болтать на ветер а- – ερολογώ•держать нос по -у – είμαι καιροσκόπος, πηγαίνω όπως φυσά ο αέρας, είμαι ανεμοδούρα•идти куда ветер дует – προσαρμόζομαι στις εκάστοτε περιστάσεις•ищи ή догоняй -а в поле – ψάχνω να βρω βελόνι στ’ άχυρα, πιάσε το λύκο να του πάρεις τα πέταλα, τρέχα -γύρευε•подбитый -ом – α) ενδυμασία ανεμοδι-απερνόμενη. β) ελαφρόμυαλος, φουρλαιδας. -
7 приспособленец
-нца α. καιροσκόπος, χαμαιλέοντας.
См. также в других словарях:
καιροσκόπος — ο, η (Α καιροσκόπος) αυτός που καραδοκεί την κατάλληλη ευκαιρία για να τήν εκμεταλλευθεί με αθέμιτα, συνήθως, μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο σκόπος, τερα σκόπος] … Dictionary of Greek
καιροσκόπος — ο αυτός που περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία για να την εκμεταλλευτεί: Αυτός είναι καιροσκόπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek
αλοιφόπιτα — η 1. πίτα που παρασκευάζεται στο τηγάνι, με λίπος ή λάδι 2. μτφ. αυτός που δεν ανήκει αποκλειστικά σε μια πολιτική παράταξη, κόλακας, καιροσκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλοιφή + πίτα] … Dictionary of Greek
καιροσκοπισμός — ὁ [καιροσκόπος] η τακτική τών καιροσκόπων, οι οποίοι μεταβάλλουν θέσεις και αρχές ανάλογα με τις περιστάσεις για να εξυπηρετούν ιδιοτελή συμφέροντα … Dictionary of Greek
καιροσκοπώ — (Α καιροσκοπῶ, έω) [καιροσκόπος] περιμένω την κατάλληλη περίσταση για να τήν εκμεταλλευθώ, καιροφυλακτώ … Dictionary of Greek
καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek
οπ(π)ορτουνιστής — ο, θηλ. ίστρια 1. ο οπαδός τού οπ(π)ορτουνισμού 2. άτομο χωρίς ηθικές αρχές και χωρίς χαρακτήρα, καιροσκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. opportunist < λατ. οpportunus «πρόσφορος, αρμόδιος, επιτήδειος» + κατάλ. ist] … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Θεοδώρου, Ασημάκης — (Ζάτουνα ; – 1822). Φιλικός. Ο Θ. ήταν γραμματέας του Πασόμπεη και μετά την εκδίωξη του Βελή πασά από την Πελοπόννησο, πήγε στην Αλεξάνδρεια. Εκεί κατασκόπευε τον Μοχάμετ Άλι. Όταν αποκαλύφθηκε ο ρόλος του ειδοποιήθηκε έγκαιρα και κατόρθωσε να… … Dictionary of Greek
Μητροφάνης Κριτόπουλος — (Βέροια 1589 – Βλαχία 1639). Πατριάρχης Αλεξανδρείας (1636 39). Μετά στις εγκύκλιες σπουδές στην πατρίδα του επισκέφθηκε το Άγιο Όρος, όπου συνάντησε και κέρδισε την εκτίμηση του φιλοπρόοδου πατριάρχη Αλεξανδρείας Κύριλλου Λούκαρη. Το 1617 έφυγε… … Dictionary of Greek